Στην ελληνική κοινωνία, υπάρχει μια γενικευμένη, λίαν διακριτή και παντοιοτρόπως εκδηλούμενη «μουρμούρα», κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Μετά την τραγωδία στα Τέμπη, η οργή, η απογοήτευση, η αγανάκτηση, η παραίτηση και ο φόβος για τα μελλούμενα, είναι τα συναισθήματα που κυριαρχούν στους Έλληνες πολίτες.
Πάντα ταύτα, και σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις των τάσεων της κοινής γνώμης, (όλων των δημοσκοπικών εταιρειών), προκαλούν αναταράξεις στην πολιτική ζωή του τόπου. Ουδείς μπορεί να στοιχηματίσει ή έστω απλά να εκτιμήσει, έστω και στο περίπου τα αποτελέσματα της μαγιάτικης κάλπης. Οι πολιτικοί αρχηγοί προτάσσουν το κυβερνητικό αφήγημά τους, περισσότερο ως ευχή ή προσδοκία να επισυμβεί, ενώ οι δημοσκόποι και λοιποί επικοινωνιολόγοι, «σηκώνουν τα χέρια» μπροστά στον ολοένα και διογκούμενο αριθμό των αναποφάσιστων ή αρνούμενων πολιτών να απαντήσουν σε δημοσκοπικές εταιρείες.
Πέραν των δημοσιοποιούμενων αποτελεσμάτων, της διαρκώς και ολοένα μειούμενης διαφοράς μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και του «τσιμπολογήματος», ψήφων δυσαρεστημένων πολιτών, από τα μικρά κόμματα, – στα δεξιά της κυβερνώσας παράταξης και εξ ευωνύμων της αξιωματικής αντιπολίτευσης – , «ουδέν έτερον σαφές».
Κυβερνητική φθορά – Αναιμική Οικονομία
Την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν έπληξε μόνον η σιδηροδρομική τραγωδία στα Τέμπη με τους 57 νεκρούς. Είχαν προηγηθεί οι υποκλοπές, οι δοσοληψίες βουλευτών της κυβερνώσας παράταξης με το Δημόσιο, (περιπτώσεις Α. Πάτση – Θ. Χειμάρα – Σ. Νικολάου), οι χιλιάδες πολιτών, που έχασαν την ζωή τους εκτός ΜΕΘ στη διάρκεια της πανδημίας, οι on camera πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας από τα αδηφάγα funds, η κολοβή δημόσια τάξη, καθώς και η αλαζονεία πρωτοκλασάτων στελεχών της κυβέρνησης και της Δημόσιας Διοίκησης.
Όλα τούτα προστιθέμενα, έδρασαν σωρευτικά στην κατάρρευση του έντεχνα φιλοτεχνηθέντος επιτελικού κράτους, ενώ η κυβέρνηση, μέρα με την ημέρα, έχανε το «ηθικό πλεονέκτημα», κύριο αφήγημα, με το οποίο πολιτεύτηκε, από το 2015 κι εντεύθεν.
Πάντα ταύτα, σε ένα οικονομικό περιβάλλον ανατιμήσεων, ανέχειας, εμπορικής δυσπραγίας, αναιμικής ανάπτυξης και διογκούμενης ανεργίας σε νέους και γυναίκες.
- Μπορεί άνετα η κυβέρνηση να διατείνεται ότι μείωσε την ανεργία, αλλά η ανεργία στην Ελλάδα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη, μετά την Ισπανία, ενώ ισοβαθμούμε στην Α θέση στην ανεργία των γυναικών.
- Μπορεί άνετα οι οικονομικοί επιτελείς της κυβέρνησης να υποστηρίζουν ότι ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε στο 6,5%, ωστόσο οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται, ιδιαίτερα στα τρόφιμα. Επιπλέον δε, ο πληθωρισμός στην χώρα μας περισσότερο από άλλες χώρες οφείλεται στην αύξηση των κερδών μεγάλων αλυσίδων τροφίμων σε βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
- Μπορεί βεβαίως να επαίρεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ότι, αυξήθηκαν οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην χώρα μας περί τα 6 δις ή 3% του ΑΕΠ το 2022. Ωστόσο, αυτά τα ξένα κεφάλαια έρχονται στην Ελλάδα για να αγοράσουν κυρίως ακίνητα υψηλής απόδοσης και όχι για να λειτουργήσουν επιχειρήσεις παραγωγής προϊόντων ή υπηρεσιών, που θα προκαλούσαν κι ανάλογη μείωση ανεργίας.
- Μπορεί η κυβέρνηση να διαλαλεί τη βεβαιότητα ότι εντός του 2023 οι αγορές θα επιβραβεύσουν την ελληνική οικονομία με αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα, άρα και σε φθηνότερο δανεισμό. Ωστόσο, τα επιτόκια δανεισμού τρέχουν σε ρυθμούς 2008 – 2010. Με επιτόκιο 3,9 έτρεξε το 5ετεές ομόλογο, 2,5 δις που δανείστηκε τον προηγούμενο μήνα η Ελλάδα,
Σταθερά δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ
Μέσα στο ανωτέρω περιγραφέν κοινωνικό – οικονομικό – πολιτικό κλίμα, εύλογα γεννάται το ερώτημα : Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, δεν καρπώνεται την όποια πολιτική φθορά της κυβέρνησης.;
Την μικρότερη δημοσκοπική διαφορά, μεταξύ Νέας Δημοκρατίας, την δίνει η δημοσκόπηση της MRB για την τηλεόραση του Open, και είναι στις 2,9 μονάδες στην πρόθεση ψήφου (Ν.Δ 27,4% και ΣΥΡΙΖΑ 24,5%).
Τα ευρήματα των έξι δημοσκοπήσεων μετά το δυστύχημα των Τεμπών (Marc, GPO, MRB, Prorata, Pulse, Metron Analysis) καταλήγουν πάνω – κάτω στην ίδια εικόνα: Η Νέα Δημοκρατία παραμένει πρώτη με σοβαρές φθορές, συντηρώντας μια διαφορά 2,9% με 5,8%, όταν πριν την τραγωδία, αυτή κυμαίνονταν μεταξύ 6% -7,5%. Έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα, αλλά διατηρεί καθαρό προβάδισμα.
Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν εισπράττει, το δε, ΠΑΣΟΚ εμφανίζει απώλειες. Στην ουσία, οι απώλειες στα τρία κόμματα που έχουν κυβερνήσει την χώρα είναι ανάλογες με τις δυνάμεις τους. Αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο εύρημα και ένα σαφές μήνυμα στα κόμματα της αντιπολίτευσης, καθώς με απλά λόγια σημαίνει ότι, η Νέα Δημοκρατία ό, τι κι αν συμβεί παραμένει πρώτη.
Γιατί δεν πείθει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.;
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, δεν έχει κατανοήσει ότι, δεν είναι «κόμμα πολιτικά παρθένο». Αντίθετα, έχει κυβερνητικό παρελθόν και ανάλογες μνημονιακές ευθύνες. Η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει προβεί σε μια σοβαρή και ειλικρινή αυτοκριτική και για το κυβερνητικό της παρελθόν δεν έχει δώσει τις εξηγήσεις που οι Έλληνες ψηφοφόροι θα ήθελαν να ακούσουν, προκειμένου να πεισθούν για μια νέα διακυβέρνηση. Αυτές τις επικοινωνιακές αδυναμίες εκμεταλλεύτηκε πολιτικά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και οικοδόμησε το ΑντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο.
ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΑΣ ΤΑΞΗΣ : «Στις 21 Μαΐου, θα πάμε μπροστά ή θα γυρίσουμε πίσω στη συμφορά», διατείνεται ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, υπενθυμίζοντας τη σκληρή φορολόγηση της μεσαίας τάξης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
Επί τούτου, ο Αλέξης Τσίπρας, έχει κατ’ επανάληψη αναγνωρίσει πως «στη διάρκεια της διακυβέρνησής του δόθηκε ένα πολύ ισχυρό φορολογικό χτύπημα σε ό,τι είχε απομείνει από τη μεσαία τάξη μετά τα δύο πρώτα μνημόνια».
Ωστόσο, Ουδείς από την αξιωματική αντιπολίτευση έχει επαρκώς εξηγήσει ότι, τη συγκεκριμένη οικονομική πολιτική επέβαλαν τα περίφημα «υπέρ πλεονάσματα» του τρίτου μνημονίου, προκειμένου η χώρα να βγει από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018. Επίσης, η μεγέθυνση του περίφημου «δημοσιονομικού μαξιλαριού των 37 δις»., το οποίο κληροδότησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και με την εγγύηση του οποίου με άνεση η χώρα δανειζόταν κατά την περίοδο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης.
Τούτων όλων δοθέντων, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ στοχεύει να επαναπροσεγγίσει την βαρέως οικονομικά πληγείσα μεσαία τάξη, οφείλει να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο, πειστικό και τιμολογημένο σχέδιο για τη δημιουργία πλούτου, τη διαχείρισή του και τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους. Είναι σαφές πως, οι κοινωνικές συμμαχίες δεν χτίζονται ούτε με συγγνώμες ούτε με αποσπασματικές εξαγγελίες. Χτίζονται λεπτομερή γνώση για το τι περιμένει τον καθένα την επομένη της κάλπης.
Με απλά λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, μπροστά στις κάλπες της 21ης Μαΐου, οφείλει να συμφιλιωθεί και να αποκαταστήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τη μεσαία τάξη, τους συνταξιούχους, τους νέους και τις γυναίκες.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ / ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ : Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, ουδέποτε έκρυψε πως ο πιο κοντινός και φυσικός κυβερνητικός σύμμαχος, είναι το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ. Ωστόσο, η Χαριλάου Τρικούπη δεν μπορεί να συγχωρήσει στην Κουμουνδούρου, ότι μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛΛ του Πάνου Καμμένου, παρά την εγκαταληφθείσα αντιμνημονιακή ρητορική από τον Ιούλιο του 2015. Είναι σαφές πως και σ αυτήν την περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει την αυτοκριτική του.
Εν κατακλείδι, ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, οφείλει να κατέλθει στην εκλογικό στίβο, ως πρώην κυβέρνηση, η οποία έχει αμαρτήματα και επιτυχίες και να εξηγήσει ΠΩΣ…, και με ΠΟΙΟΥΣ, θα κυβερνήσει.
Η κοινωνία απαιτεί σαφήνεια, ειλικρίνεια και επάρκεια.!