Νικόλα, Αλέκο, Κώστα, Φάνη, Σίμο, Θοδωρή, διαλέγω τους πιο νέους, τους εικοσάρηδες που εκτελέστηκαν, θα μείνω λίγο εδώ, στη θέση της μάνας που δεν μπόρεσε να έρθει, να ψιθυρίσω λόγια αμήχανα, να καπνίσω ένα τσιγάρο κοντά σας. Κοντά στον σταυρό σας τον συμβολικό, αφού στην πραγματικότητα τα κόκκαλά σας μπερδεμένα βρέθηκαν, πεταμένα, μπλεγμένα σε ρίζες κι αγριόχορτα, σαν να ξεχάστηκε για σας η μακραίωνη ταφική παράδοση αυτού του τόπου και η ιερότητα του νεκρού.
Θα μείνω να βουρκώνω όχι από λύπη γιατί φύγατε τόσο νωρίς –αυτό ήταν επιλογή σας κατά κάποιον αξιοθαύμαστο τρόπο – μα από θυμό και θλίψη για τη λήθη που κοντεύει να σας σκεπάσει αθόρυβη και διαβρωτική σαν την πρωινή υγρασία του Οκτώβρη. Θα μείνω λίγο εδώ, να σας φανταστώ, να σας αναπλάσω χωρίς καν φωτογραφία στο μνήμα, ποια να ήταν άραγε η τελευταία σας σκέψη, πώς ξεγελάσατε τον τελευταίο φόβο, πώς ταΐσατε την τελευταία ελπίδα ότι χαρίζεστε για κάτι σημαντικό, για κάτι πολύ πιο πάνω από το μπόι σας.
Ύστερα θα προχωρήσω στον τοίχο της εκτέλεσης να ψηλαφίσω γι άλλη μια φορά τις τρύπες από τις σφαίρες που στέκουν εκεί αδιάφορες, σαν να μην αντιστοιχούν η καθεμιά σε έναν νεκρό, αποποιούμενες κάθε ευθύνη για τη βαρβαρότητα, ο ρόλος τους είναι μονάχα να θυμίζουν το ‘οὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει’ . Τα γαρύφαλλα πάνω τους θα μαραθούν σε μια μέρα. Όπως κι η μνήμη μας. Κι οι νεκροί θα ξαναησυχάσουν από την επετειακή εισβολή μας.
Το Λαζαρέτο μου
Δεν υπάρχουν Σχόλια
Δεν υπάρχουν Σχόλια